- κρυσταλλωτικός
- η , ό[ν] кристаллизирующий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρυσταλλωτικός — ή, ό 1. αυτός που επιφέρει κρυστάλλωση 2. αυτός που χρησιμεύει στην κρυστάλλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυσταλλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek